aor.2 of βλώσκω.
v. βλώσκω.
ἔμολον: aor. 2 к βλώσκω.
ἔμολον: ἀόρ. β΄ τοῦ βλώσκω.
ἔμολον: αόρ. βʹ του βλώσκω.