ἔμολον

English (LSJ)

aor.2 of βλώσκω.

Spanish (DGE)

v. βλώσκω.

French (Bailly abrégé)

v. βλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμολον: aor. 2 к βλώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμολον: ἀόρ. β΄ τοῦ βλώσκω.

Greek Monotonic

ἔμολον: αόρ. βʹ του βλώσκω.