ἔμπικρος

English (LSJ)

ἔμπικρον, rather bitter, Dsc.1.4, 2.122.

Spanish (DGE)

-ον
que tira a amargo, un poco amargo (ῥίζαι) Dsc.1.4.1, cf. 2.122.

German (Pape)

[Seite 812] etwas bitter, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον πικρός, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. ἔμπηλος.

Greek Monolingual

ἔμπικρος, -ον (Α)
ο κάπως πικρός.