ἔμποτος

English (LSJ)

ἔμποτον, (ἐμπίνω) drinkable, Aret.CD1.13.

Spanish (DGE)

-ον
medic. que puede ser bebido, bebible subst. τὰ ἔμποτα (sc. φάρμακα) medicamentos bebibles Aret.CD 1.13.5.

German (Pape)

[Seite 817] trinkbar, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμποτος: -ον, (ἐμπίνω) πότιμος, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 13.

Greek Monolingual

ἔμποτος, -ον (Α)
πόσιμος.