ἔναρος

English (LSJ)

ἔναρον, (ἀρά) subject to a curse, Rev.Ét.Gr.24.415 (Itanos, ii B.C.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 protegido, consagrado por maldiciones ὅ τι δέ κα ἐν[γ] ράψομεν ἔναρον τε καὶ ἔνορκον ἔστω ICr.3.4.6.7, cf. 6 (Itanos II a.C.).
2 maldito, que es objeto de maldición Hsch.
neutr. subst. maldición εἰ δέ τίς ... μὴ θύσῃ τῷ Διονύσῳ ... ἔναρόν τε αὐτῷ ἔστω Sokolowski 2.83.12 (Astipalea II/I a.C.).

German (Pape)

[Seite 830] (ἀρά), verflucht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνᾰρος: -ον, «ἔνοχος, ἐπικατάρατος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἕναρος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται αρές (κατάρες) και αναθέματα.