ἀρά

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρά Medium diacritics: ἀρά Low diacritics: αρά Capitals: ΑΡΑ
Transliteration A: ará Transliteration B: ara Transliteration C: ara Beta Code: a)ra/

English (LSJ)

Ion. ἀρή, ἡ,
A prayer, Il.15.378,598, 23.199, Hes.Op.726, Pi.I. 6(5).43; ἀρὴν ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι offered prayers that a child should be born, Hdt.6.63.
2 vow, Inscr.Cypr.83, 147H.
3 curse, imprecation, ἐξ ἀρέων μητρὸς.. ἥ ῥα θεοῖσι πόλλ' ἀχέουσ' ἠρᾶτο Il.9.566; freq. in Trag., mostly in plural, A.Pr.910, S.OT 295; ἀρὰς ἀρᾶσθαι, προστιθέναι, ἐξανιέναι, E.Ph.67, S.OC952,154(lyr.), 1375; ἐπεύχεσθαι Pl.Criti.119e; θέσθαι ἐπί τινας Plu.Cam.13: also in sg., πατρὸς δ' ἀ. κρανθήσεται A.Pr.910, cf. Ag.457 (lyr.), etc.; ἡ τοῦ νόμου ἀ. Pl.Lg.871b; ἀρᾷ.. ἔνοχος ἔστω ib.742b, etc.: in plural, imprecations, freq. in Inscrr. on those who shall mutilate or remove them, Inscr.Magn.105.53 (ii B. C.), IG3.1417 sqq.
II Ἀρά personified as the goddess of destruction and revenge, ὦ πότνι' Ἀρὰ σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες S.El.III; δεινόπους Ἀρά Id.OT418; but in A.Eu.417 the Erinyes say that Ἀραί is their own name γῆς ὑπαί; Ἀρά τ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής Id.Th.70; Ἀρᾶς ἱερόν Ar.Fr.575. (Hence the Verb ἀράομαι.) [Ep. always ᾱρ, Att. always ᾰρ.] (From ἀρϝᾱ, cf. κάταρ ϝος.)

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón., ép. ἀρή Il.15.598, Hdt.6.63; lesb. ἄρα Sapph.86.5, Alc.129.10; chipr. (y)αρά IChS 265 (Golgos)
• Prosodia: [ép.-dór. ᾱρ-, át. ᾰρ-]
• Morfología: [arg. sg. dat. instrum.(?) ἀρᾶ BCH 58.1934.143 (Larisa de Argos VII a.C.) (cj.); jón.-ép. gen. plu. ἀράων Il.15.378, ἀρέων Il.9.566, dór. ἀρᾶν Pi.I.6.43, ICr.1.31.7 (Calamis)]
I abstr.
1 en cont. posit. voto como ruego, súplica a los dioses Ζεύς, ἀράων ἀΐων Il.15.378, cf. 598, 23.199, Sapph.86.5, Pi.I.l.c., por parte de todo un pueblo ἀρὴν ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι hicieron votos públicos para que (Aristón) tuviera un hijo Hdt.6.63, καλὴ ἀ. voto favorable op. κακὴ ἀ. (v. II 1), A.Ch.145
unido a ciertos rasgos rituales, p.ej. el ὀλολυγμός: εἰποῦσ' ὀλόλυξε, θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς Od.4.767, que en el caso de no realizarse hacen fracasar la súplica, ἀποπτύουσι δέ τ' ἀράς Hes.Op.726.
2 en cont. neg. voto como maldición o execración, imprecación
a) esp. maldición familiar ἐξ ἀρέων μητρός Il.9.566, cf. Od.17.496, πατρός A.Pr.910, cf. Th.945, 655, γένεος Οἰδίπου A.Th.833, ἐὰν ... ἀραὶ πατρὸς τελῶνται S.OC 1407, cf. El.1419, ἀμφιπλὴξ μητρὸς τε καὶ ... πατρὸς ... ἀρά S.OT 418, cf. E.Hipp.1241, Ph.1364, γενεθλίους ἀράς A.Ch.912, cf. D.25.100, 36.52, Plu.2.766c
esp. avalada por los dioses θεῶν ἀρὰ μενεῖ σ' ἀπιστήσαντα la maldición de los dioses pesará sobre ti si desobedeces (a tu padre en el momento de morir), S.Tr.1239, ὦ πάτερ Πόσειδον, ἃς ἐμοί ποτε ἀρὰς ὑπέσχου τρεῖς E.Hipp.888, cf. 44
op. καλὴ ἀρά: A.Ch.146;
b) formulado contra pers. externas a la familia ἔχε ... ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις S.Ph.1120, cf. OT 295, ἀρὰς τυράννοις ... ἀρωμένη E.Med.607, Ἀχαιοῖς ... ῥίπτειν ἀράς E.Tr.734, ἐπὶ τοὺς πολίτας Plu.Cam.13, cf. Philostr.VS 599, Ἀραί los Votos o Maldiciones tít. de una obra de la poetisa ép. Moero 4
formulada contra otros pero en realidad revirtiendo a la maldición familiar ἔοικ' ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς ... προβάλλων ... οὐκ εἰδέναι S.OT 744, cf. 820, OC 154, 952
en fórmulas de maldición contra los que dañen inscripciones εἰ δέ τις οὕτω ποιήσει, ἡ αὐτὴ καὶ ἐπὶ τούτοις ἀρά IG 22.13200.15, 13201.25 (II d.C.), cf. IM 105.53 (II a.C.), Ramsay Cities and Bishoprics 466, inscritas en árboles contra quien los maltratare, Philostr.VS 599
unido a ciertos comportamientos rituales ἀρὰς ἐπισπεῖραι· ἔθος Κυπρίων σπειρόντων κριθὰς μεθ' ἁλὸς καταρᾶσθαί τισιν Hsch., cf. EM 134.12;
c) voto, execración, imprecación pública δημοκράντου δ' ἀρᾶς τίνει χρέος A.A.457, cf. 1409, 1413, pronunciadas formulariamente antes de abrir las sesiones de la asamblea κατὰ τῶν πονηρῶν Din.2.16, cf. Diph.62, contra los que hicieran tratos con los persas, Isoc.4.157, por el arconte contra los contraventores, Plu.Sol.24, τῆς ἀρᾶς ἄξιος τῆς δημοσίας Them.Or.26.325b, ἐψηφίσαντο δὲ καὶ τοὺς Εὐμολπίδας ἆραι τὴν ἀράν votaron que los Eumolpidas levantaran la maldición (que habían hecho contra Alcibiades), D.S.13.69;
d) unido a juramentos y pactos ὅρκος ... μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος Pl.Criti.119e, cf. D.23.97, ἀραὶ καὶ νόμοι καὶ φυλακαί D.20.107, προσῆν τῷ ὅρκῳ ἀρὰ ἰσχυρά un firme voto acompañaba al pacto (anfictiónico), Aeschin.2.115, cf. 3.112, 113, ὅρκον ... προστροπὴν καὶ ἀράν juramento, invocación y voto Aeschin.3.110, ἐναγὴς ἔσται καὶ τῇ ἀρᾷ ἔνοχος del que rompa el pacto, Aeschin.3.122, cf. D.19.70, 220, Dinarch.1.47, Plb.12.6b.9, 9.40.6, 16.31.5, Plu.2.742e
en lugar del pueblo, la ley como autor de la maldición ἡ τοῦ νόμου ἀρά Pl.Lg.871b, cf. 742b, ya incluso en temas rel. c. la familia, ὁ δὲ μὴ ἀμύνων ἀρᾷ ἐνεχέσθω Διὸς ὁμογνίου καὶ πατρώου κατὰ νόμον el que no preste ayuda (a un padre maltratado) sea reo de la maldición de Zeus familiar y patriarcal según la ley Pl.Lg.881d.
II en inscr. exvoto ἀρᾶ en virtud de, promesa como exvoto: τὀνυϝαλίοι ἀρᾶ como exvoto a Enialio, BCH l.c., ἀρὰν καὶ χαριστῆιον ICr.1.31.7 (Calamis II/I a.C.), cf. SEG 33.987 (Esmirna, arc.), IChS 265 (Golgos IV a.C.), 51 (Rantidi), 107 (Marion), IG 92(1).93 (Termos).
• Etimología: Etim. dud.; de ἀρϝά, según κάταρϝος; quizá emparentada c. het. aruwai- ‘orar’ de *r̥H3-, lat. ōro < *eH3r-, por metát. de *erH3-.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, Gebet, Flehen, Il. 15, 378. 23, 199 Od. 4, 767; ἐξαίσιον ἀρήν Iliad. 15, 598; Pind. I. 5, 40; Verwünschung, Fluch, ἐξ ἀρέων μητρὸς κεχολωμένος Iliad. 9, 566; εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο· οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐύθρονον ἠῶ ἵκοιτο Od. 17, 496; ἀρὴν ἀμύνειν, das Verderben abwehren, Iliad. 12, 334. 16, 512. 24, 489 Od. 2, 59. 17, 538. 22, 208; ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Iliad. 18, 100; – Verwünschung, Fluch, gew. Tragg., die Ἀρά auch personificirt zu einer Rachegöttin machen, Soph. El. 111; θεῶν ἀρά, der Götter Rache, Tr. 1299; – ἀρὴν ποιεῖσθαι beten Her. 6, 63; verfluchen Pol. 9, 40, 6; μεγάλας ἀρὰς ἐπεύχεσθαί τινι Plat. Critia 119 e, u. sonst, im bösen Sinne. Das erste α ist kurz, bei Ep. in der Vershebung lang.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 prière ; ἀρὴν (ion.) ποιεῖσθαι avec une prop. inf. HDT prier ou souhaiter que;
2 en mauv. part imprécation, malédiction ; ἀρὰς ἀρᾶσθαι SOPH prononcer des imprécations contre qqn ; l'Imprécation personnifiée ; αἱ Ἀραί les Imprécations;
3 l'effet d'une malédiction, perte, ruine ; αἱ Ἀραί les divinités vengeresses : Ἀρὰς καλοῦμαι SOPH j'invoque les divinités vengeresses, càd je maudis.
Étymologie: DELG étym. incert.

Russian (Dvoretsky)

ἀρά: эп.-ион. ἀρή (ᾰρ, эп. in arsi ᾱρ) ἡ
1 молитва, мольба Hom., Hes., Pind., Her.;
2 проклятье (ἀρὰς ἀρᾶσθαι Soph. или ἐπεύχεσθαί τινι Plat.; ἀρὰς ἀφοσιώσασθαι Plut.);
3 беда, несчастье, погибель (ἀρὴν ἀμύνειν Hom.; ἀρὰς καλεῖσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρά: Ἰων. ἀρή, ἡ, εὐχή, εὐχωλή, προσευχή, ἀράων ἀΐων (ὁ Ζεὺς) Νηληϊάδαο γέροντος Ἰλ. Ο. 378· ὠκέα δ’ Ἶρις ἀράων ἀΐουσα Ψ. 199· Θέτιδος ἐξαίσιον ἀρὴν Ο. 598, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 724, Πινδ. Ι. 5 (6). 63· ἀρήν ἐποιήσαντο παῖδα γενέσθαι Ἀρίστωνι Ἡροδ. 6. 63· ἀρὰ Ἀνάω Ἐπιγρ. Κύπρ. 97, Hoff., GD. Ι. 83 = Meister 25 i ἀρὰ Διί, κτλ. 2) κατάρα, ἐπίκλησις τῆς θείας ἐκδικήσεως, ἐξ ἀρέων μητρός.., ἥ ῥα θεοῖσιν πόλλ’ ἀχέουσ’ ἠρᾶτο Ἰλ. Ι. 566· συχν. παρὰ Τραγ., οἵτινες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζονται αὐτήν ἐν τῷ πληθυντ. π.χ. Αἰσχύλ. Πρ. 910, Σοφ. Ο. Τ. 295, Εὐρ. Φοίν. 67· ἀράς, ἀρᾶσθαι, προστιθέναι, ἐξανιέναι Σοφ. Ο. Κ. 952, 154, 1375· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ καθ’ ἐνικ., πατρὸς δ’ ἀρά... κρανθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 910, πρβλ. 946, Ἀγ. 457, κτλ.· ἡ τοῦ νόμου ἀρὰ Πλάτ. Νόμ. 871Β· ἀρᾷ... ἔνοχος ἔστω αὐτόθι 742Β, κτλ.: ἀραί, dirae, κατάραι εὕρηνται ἐπιγεγραμμέναι συχν. ἐν ἐπιγρ. ἐναντίον ἐκείνων οἵτινες ἤθελον ἀκρωτηριάσῃ ἢ μετακινήσῃ αὐτὰς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 989-991, 2664, κ. ἀλλ., ἴδε Newton Ἁλικ. 2. σ. 720 - 45. ΙΙ. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κατάρας, καταστροφή, ὄλεθρος, ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι (εὐκτ.) Ἰλ. Μ. 334· ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι Σ. 100· ἀρὴν καί λοιγὸν ἀμῦναι Ω. 489, πρβλ. Ὀδ. Β. 59· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 83, ἔνθα ἡ ἑρμην. τοῦ Σχολ. βλάβης ἐπιβεβαιοῖ τὴν γραφὴν ἀρῆς ἀντὶ ἄρης. ΙΙΙ. ἡ Ἀρά, κατὰ προσωποποίησιν, εἶναι ἡ θεὰ τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς ἐκδικήσεως, Λατ. Dira, διακρινομένη τῶν Ἐρινύων ἂν καὶ εἶχε τὸ αὐτὸ ἔργον, ὦ πότνι’ Ἀρά σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες Σοφ. Ἠλ. 111, δεινόπους Ἀρὰ (πρβλ. χαλκόπους Ἐρινὺς) ὁ αὐτ. Ο. Τ. 418· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 417 αἱ Ἐρινύες λέγουσιν ὅτι Ἀραὶ εἶναι τὸ ἑαυτῶν ὄνομα ὑποκάτω τῆς γῆς, γῆς ὑπαί, πρβλ. Θήβ. 701· - ἐν Θήβ. 70 ἡ Ἀρὰ προσφωνεῖται ὡς προσωποποίησις τῆς κατάρας τοῦ Οἰδίποδος· Ἀρᾶς ἱερὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 481· (ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀράομαι) [ᾱρ- Ἐπ. ἐν ἄρσει, ᾰρ- ἐν θέσει, ἀλλ’ ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ. ᾱρ- ἀείποτε. Παρ’ Ἀττ. πάντοτε ᾰρ-].

English (Slater)

ᾱρά prayer “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” (I. 6.43)

English (Strong)

probably from αἴρω; properly, prayer (as lifted to Heaven), i.e. (by implication) imprecation: curse.

Greek Monotonic

ἀρά: Ιων. ἀρή, ·
I. ευχή, προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. 1. επίκληση του κακού, της θείας δίκης, κατάρα, καταλαλιά, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. αποτέλεσμα κατάρας, όλεθρος, καταστροφή· ἀρὴν καὶ λοιμὸν ἀμῦναι, σε Ομήρ. Ιλ.
III. η Ἀρά προσωποποιήθηκε ως η θεά του ολέθρου και της εκδίκησης, Λατ. Dira, σε Σοφ. [ᾱρ- κατά κανόνα στην Επικ.· στην Αττ. πάντοτε ᾰρ-].

Frisk Etymological English

ρά
Grammatical information: f.
Meaning: prayer, curse (Il.).
Dialectal forms: Doubtful Myc. katawo. Ion. ἀρή. Arc. κάταρϜος cursed
Compounds: πολυααρητος (Od.) much prayed for
Derivatives: ἀραῖος belonging to - (trag.); ἀρατός, -η- prayed for, accursed (Il.). Denom. ἀράομαι id. (Il.); from this ἀρητήρ m. who prays, priest (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Arcadian shows *ἀρϜά, which explains the different quality of the ἀ-. On the final in Attic ἀρά from (-)ἀράομαι or the usual plural ἀραί?; s. Schwyzer 188 A. 2. - Unexplained. Meillet compared ἀρύει cry. Not to Arm owranam deny (< *or-). To Lat. oro?

Middle Liddell

[ᾱρ- mostly in epic: in Attic always αρ-.]
I. a prayer, Il., Hdt.
II. esp. a prayer for evil, a curse, imprecation, mostly in plural, Il., Trag.
2. the effect of the curse, bane, ruin, ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι Il.
III. Ἀρά personified as the goddess of destruction and revenge, Lat. Dira, Soph.

Frisk Etymology German

ἀρά: {ărá}
Forms: ion. ἀ̄ρή
Grammar: f.
Meaning: Gebet, Fluch (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἀραῖος zum Gebet, zum Fluch gehörig, fluchbeladen (trag.); ἀρατός, -η- fluchbeladen, Gegenstand des Gebets ausmachend, erwünscht (poet. seit Il.) mit ἀρατικός (Stoik.). Denominatives Verb ἀράομαι beten, verwünschen (poet.), oft in Komposita ἐπ-, καταράομαι (ion. att. usw.). Davon wiederum ἀρητήρ m. Beter, Priester (Il. usw.), f. ἀρήτειρα (Kall., A. R. u. a.), ἀρητήριον Ort zum Beten, zum Fluchen (Plu.).
Etymology: Aus ark. κάταρϝος verwünscht ist eine Grundform *ἀρϝά zu erschließen, die die wechselnde Quantität des ἀ- erklärt. Das auslautende -α in att. ἀρά ist wahrscheinlich aus dem Verb (-)ἀράομαι oder dem gewöhnlichen Plural ἀραί eingeführt; vgl. die Lit. bei Schwyzer 188 A. 2. Unerklärt. Nicht mit Sturtevant Comp. gr. 1 87, 2 35 zu heth. aruu̯āi- sich niederwerfen, anbeten, huldigen. Ältere Deutungsversuche bei Bq s. v., WP. 1, 182.
Page 1,127

Chinese

原文音譯:¢r£ 阿拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:咒罵
字義溯源:懇求,咒罵*;或源自(αἴρω)=舉起*)。這字是用來起願,起誓,或用來咒罵。( 羅3:14)滿口是咒罵,保羅乃是引用( 詩10:7)的話
同源字:1) (ἀρά)咒罵 2) (ἐπάρατος / ἐπικατάρατος)被咒詛的 3) (κατάρα)咒詛 4) (καταράομαι)咒罵參讀 (ἀνάθεμα)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 咒罵(1) 羅3:14

English (Woodhouse)

curse, imprecation, bad language, prayer to the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)