ἔναυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, kindling, taking from a neighbour, ὑδάτων τε πηγαίων καὶ πυρός Plu.Cim.10.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 encendimiento, acción de conseguir o prender fuego πυρὸς ἔναυσιν ... ἔδειξαν Plu.Cim.10.
2 fig. chispa, llama, principio θεόθεν τὴν ἔναυσιν εἰληφότα Clem.Al.Strom.6.17.157, cf. Didymus en Porph.in Harm.26.18.
German (Pape)
[Seite 830] ἡ, das Anzünden, πυρός Plut. Cim. 10; ἀστραπῆς ἐναύσεις Criti. fr. p. 56 Bach.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'allumer.
Étymologie: ἐναύω¹.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἔναυσις: ἡ, τὸ ἐναύειν, ἄναμμα, πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν Πλουτ. Κιμ. 10· ἀστραπῆς Κριτίας σ. 56, ἔκδ. Ν. Bach ἐν Λειψίᾳ 1827.