ἔνογκος

English (LSJ)

ἔνογκον,
A swollen, φλέβες Steph. in Hp.1.206D.
II possessing bulk, corporeal, Porph.Sent.27; τὸ ἔ. καὶ διαστατόν Iamb.Comm. Math.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene volumen o masa subst. τῷ ἀσωμάτῳ τὸ ἔ. ἀνεπιπρόσθητον el volumen no es obstáculo para lo incorpóreo Porph.Sent.27, cf. 23, Iambl.Comm.Math.8.
2 medic. hinchado αἱ φλέβες Steph.in Hp.Progn.252.12.

German (Pape)

[Seite 848] anschwellend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνογκος: -ον, ἐπὶ κοιλίας, ἐξωγκωμένη, Ἱππιατρ. σ. 54. 23.

Greek Monolingual

ἔνογκος, -ον (AM) όγκος
1. εξογκωμένος, διογκωμένος
2. ογκώδης, σωματώδης.