όγκος

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

(I)
o (ΑΜ ὄγκος)
1.ο χώρος που καταλαμβάνει ένα στερεό, υγρὁ, ἡ αέριο σώμα, σε αντιδιαστολή προς το κενό(ν)
2.το ίδιο το σώμα που κατέχει έναν συγκεκριμένο χώρο, η μάζα, η ύλη
3.οι διαστάσεις ενός στερεού, υγρού ή αέριου σώματος που καταλαμβάνει έναν χώρο
4.σωρός, άθροισμα ομοειδών αντικειμένων που σχηματίζουν ένα εξόγκωμα («ἀνενείκαντες ἄνω ἐπὶ τὸν ὄγκον τῶν φρυγάνων», Ηρόδ.)
5.μεγάλο μέγεθος, μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος («η διαδήλωση ήταν πρωτοφανής σε όγκο»)
6.μτφ. το μέγεθος, η ποσότητα, η ένταση τού ήχου τής φωνής («ὁ ὄγκος τῆς φωνῆς» — το ποσόν, η ένταση τής φωνής, Αριστοτ.)
7.μτφ. σπουδαιότητα, σημαντικότητα, κύρος, βαρύτητα («ο όγκος τής επιστημονικής προσφοράς του»)
νεοελλ.
1.ιατρ. α) κάθε εντοπισμένη διόγκωση ιστού άσχετα από την προέλευση, τη θέση ή τη σύνθεσή της
β)μη φυσιολογική ανάπτυξη, άγνωστης αιτίας, νέου ιστού που προέρχεται από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού, δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένη λειτουργία και χαρακτηρίζεται από τάση για αυτόνομη και απεριόριστη αύξηση, αλλ. νεόπλασμα
2.γεωλ. μάζα πετρωμάτων, ορυκτών ή μεταλλευμάτων η οποία έχει τις τρεις διαστάσεις περίπου ίσες μεταξύ τους
3.βοτ. ανώμαλο εντοπισμένο εξόγκωμα ξυλώδους ή σαρκώδους υφής, σφαιρικό ή άμορφο, με λεία ή μη επιφάνεια, το οποίο παράγεται από το φυτό ως απόκριση σε προσβολή από ένα παράσιτο, αλλ. κηκίδα
4.μαθ. βασικό μέγεθος τών στερεών σωμάτων
5.φρ. α) «ατομικός όγκος»
φυσ. ο λόγος τού ατομικού βάρους ενός στοιχείου προς την πυκνότητα του
β)«γνήσιος όγκος»
ιατρ. όγκος που αποτελείται από μάζες ιστού οι οποίες αναπτύχθηκαν από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού
γ)«γραμμομοριακός όγκος»
φυσ. ο όγκος που καταλαμβάνει το γραμμομόριο κάθε στοιχείου σε θερμοκρασία 0°C και πίεση 760 mm υδραργύρου
δ)«ειδικός όγκος»
φυσ. ο όγκος μιας ουσίας ή οντότητας ανά μονάδα μάζας, ο οποίος λαμβάνεται με διαίρεση τού όγκου διά τής μάζας και εκφράζεται με μονάδες μήκους υψωμένες στην τρίτη δύναμη δια τής μονάδας τής μάζας και ο οποίος είναι το αντίστροφο τής πυκνότητας
ε)«κακοήθης όγκος» ιατρ. όγκος που αποτελείται από μη φυσιολογικά ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη δομή τους κύτταρα, χαρακτηρίζεται από ταχεία, διηθητική και καταστρεπτική ανάπτυξη, από μεταστάσεις και διασπορά του σε ολόκληρο το σώμα και οδηγεί, τελικά, στον θάνατο τού πάσχοντος αν δεν υπάρξει έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, αλλ. κακόηθες νεόπλασμα ή καρκίνος
στ) «καλοήθης όγκος»
ιατρ. όγκος ο οποίος αποτελείται από σχετικώς ώριμα αλλά κανονικώς αναπτυσσόμενα κύτταρα, που είναι όμοια ή σχεδόν όμοια με τα φυσιολογικά, δεν εισβάλλουν στους γύρω ιστούς, δεν παρουσιάζουν μετάσταση —αντίθετα, παραμένουν πάντοτε σε επαφή το ένα με το άλλο σε μία συμπαγή μάζα, πράγμα που επιτρέπει την πλήρη χειρουργική εξαίρεση της— και δεν οδηγούν σε θάνατο τού οργανισμού
ζ)«κρίσιμος όγκος»
φυσ. ο όγκος που κατέχει μια μονάδα τής μάζας, δηλ. ένα γραμμομόριο μιας ουσίας όταν βρίσκεται υπό την κρίσιμη θερμοκρασία και πίεση
η)«μοριακός όγκος»
φυσ. ο όγκος που κατέχει ένα γραμμομόριο στερεού, υγρού ή αερίου, ο οποίος προκύπτει με τη διαίρεση τού μοριακού βάρους διά τής πυκνότητας
θ)«όγκος φωνής»
(ηλεκτρ.) αδόκιμος όρος για την ένταση τού ήχου που παράγεται από μία ηλεκτρακουστική συσκευή
μσν.-αρχ.
μέγεθος ασυνήθιστο, παρά φύση μέγεθος («ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους», Πλάτ.
αρχ.
1.το σχήμα που έχει ή λαμβάνει ένα σώμα στον χώρο
2.(για πόλεις) έκταση («σμικρὰς πόλεως ὄγκος», Πλάτ.)
3.οίδημα, εξόγκωμα, πρήξιμο
4.ιδιαίτερος τρόπος κτενίσματος, κατά τον οποίο τα μαλλιά πλέκονται στην κορυφή τής κεφαλής σαν κότσος ή σαν θύσανος
5.στον πληθ. ὄγκοι
α)σώματα, υλικές ουσίες
β)πομπώδεις, αερώδεις διαστολές, κενές διογκώσεις
6.το ανθρώπινο σώμα («τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄγκον», Ρούφ.)
7.μτφ. α) ένταση, μέγεθος, έκταση, ποσότητα (α. «ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.
β.«θαυμαστὸν ὄγκον ἀράμενοι τοῦ μύθου» — αφού διογκώσαμε, αφού φουσκώσαμε τον μύθο σε θαυμαστό μέγεθος, σε υπερβολική έκταση, Πλάτ.
γ.«τοσοῦτον ὄγκον φροντίδων», Συνέσ.
δ.«ὄγκος δόξης» — το μέγεθος τής δόξας, η μεγάλη δόξα, Αθήν.)
β)η υπερηφάνεια ή η αλαζονεία, η έπαρση που προέρχεται από κάτι (α. «ὄγκος ὀνόματος μητρῷος» — η υπερηφάνεια για το μεγάλο όνομα τής μητέρας, Σοφ.
β.«ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος» — η αλαζονεία, η έπαρση τών υπεροπτικών, Πλάτ.)
γ)(για το λεκτικό ή το ύφος) η μεγαλοπρέπεια, το ύψος ή, σε κακή σημ., το πομπώδες ύφος, ο στόμφος (α. «ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος», Αριστοτ.
β.«ὄγκος τῆς λέξεως» — η μεγαλοπρέπεια, το υψηλό ύφος τού λεκτικού, Αριστοτ.
γ.«ὁ Αἰσχύλου ὄγκος» — το στομφώδες, το πομπώδες ύφος τού Αισχύλου, Πλούτ.)
δ)κόπος, βάρος, ενόχληση («βραχεῖ σύν ὄγκῳ καὶ χρόνῳ διασκεδῶ» Σοφ.)
8.(φιλοσ.) (ως όρος τής φυσικής) άτομο, μόριο, μάζα, σώμα
9.(στη φυσιολογία τών μεθοδικών) μόριο («ὄγκοι καὶ πόροι» — μόρια και πόροι, Γαλην.)
10. φρ. «γαστρὸς ὄγκος» — η διόγκωση τῆς κοιλιάς από το έμβρυο που υπάρχει στη μήτρα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄγκος μπορεί να αναχθεί είτε στη δισύλλαβη ρίζα ενεκ- (πρβλ. ἐνεγκεῖν, ἐνήνοχα, αόρ. και παρακμ. τού φέρω) με ετεροιωμένο το πρώτο φωνήεν και μηδενισμένο το δεύτερο είτε στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας *enk- (βλ. λ. ενεγκείν).
ΠΑΡ. ογκώδης (Ι), ογκώ (ογκώνω)
αρχ.
ογκηρός, ογκίαι, ογκύλον
νεοελλ.
ογκίδιο (Ι).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ογκοειδής
αρχ.
ογκοπελεθίαν, ογκοποιώ, ογκόφωνος
μσν.
ογκόμασθος, ογκόμματος
νεοελλ.
ογκογράφος, ογκόλιθος, ογκολογία, ογκομετρία, ογκόμετρο, ογκόπαγος, ογκόσφαιρα. (Β' συνθετικό) υπέρογκος
αρχ.
άογκος, δύσογκος, ένογκος, έξογκος, έπογκος, εύογκος, ίσογκος, κάτογκος, περίογκος].

(II)
ὄγκος, ὁ (Α)
1.αιχμή βέλους
2.στον πληθ. οἱ ὄγκοι
καθένα από τα προεξέχοντα αγκιστρωτά πλάγια άκρα τής αιχμής βέλους
3.κάθε γωνία, κύρτωμα, αγκώνας
4.φρ. «οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι» — στηρίγματα κάτω από καθεμιά από τις πλευρές πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *onk- (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) τής ΙΕ ρίζας *ank- «κάμπτω, κλίνω» (πρβλ. αγκών, αγκύλος, αγκάλη, άγκυρα
βλ. λ. αγκ-) και αντιστοιχεί με λατ. uncus «άγκιστρο, αγκύλος» (< *oncus)].