ἔντομον: τό1 (sc. ζῷον) преимущ. pl. насекомое Arst.;2 pl. (sc. σφάγια) жертвоприношения теням усопших er.
Ἀπό τό ἐν + τέμνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.