ἔξαυλον, piped away, worn out, of a flute, Poll.4.73.
-ον gastado, muy usado ref. a las flautas, Poll.4.67, 73.
[Seite 874] ausgeblasen, Poll., s. ἐξαυλέω.
ἔξαυλος: -ον, ἐπὶ αὐλοῦ, ἄχρηστος ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, Πολυδ. Δ΄, 73.
ἔξαυλος, -ον (Α) αυλός(για επιστόμιο αυλού)υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος.