-εως, ἡ, bringing out, divulging, λόγων J.AJ17.4.1 (pl.).
ἔξοισις: -εως, ἡ, τὸ ἐκφέρειν, διαθρύλησις, διάδοσις, ἐξοίσεις... λόγων Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17, 4, 1.
ἔξοισις, η (Α)διάδοση.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-οίσω (μέλλ. του εκφέρω)].