διάδοση
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
Greek Monolingual
η (AM διάδοσις)
μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση
νεοελλ.
ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση
αρχ.
1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα
2. επικοινωνία
3. ανταλλαγή.