ἔξωχρον, very pale, Arist.HA631b28, Thphr. HP 4.6.3, Aret.SD 2.6.
[Seite 891] sehr blaß; Arist. H. A. 9, 50; Theophr.
ἔξωχρος: чрезвычайно бледный Arst.чрезвычайно бледный Arst.
ἔξωχρος: -ον, πάνυ ὠχρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 2.
ἔξωχρος, -ον (Α)ο πολύ ωχρός.