ωχρός

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὠχρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο
και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός
β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή ανάμνηση»)
2. φρ. α) «ωχρό σωμάτιο»
(ανατ.-βιολ.) αδενική δομή του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος, που σχηματίζεται περιοδικά στην ωοθήκη από το ώριμο ωοθυλάκιο μετά την ωορρηξία και παράγει προγεστερόνη και άλλα οιστρογόνα
β) «ωχροί σύνδεσμοι»
ανατ. βραχείς σύνδεσμοι μεταξύ τών τόξων τών σπονδύλων
γ) «ωχρή σφαίρα»
ανατ. μοίρα του ραβδωτού σώματος του εγκεφάλου
δ) «ωχρή κηλίδα»
(ανατ.-φυσιολ.) μικρή κατάδυση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, κιτρινωπού χρώματος, αντίστοιχα με το οπίσθιο άκρο ενός νοητού άξονα που συνδέει το κέντρο της κόρης και του κρυσταλλοειδούς φακού με τον βυθό του οφθαλμού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠχρόν
α) το κίτρινο χρώμα
β) ο κρόκος του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του επιθ. -χρός με το αρχ. ινδ. vy-ā-ghra- «τίγρις» και η υπόθεση ότι ο αρκτικός φωνηεντισμός ω- είναι προθεματικό φωνήεν δεν θεωρείται πιθανή].