ἔπαφρος

English (LSJ)

ἔπαφρον, frothy, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.1.

German (Pape)

[Seite 907] obenauf schäumend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαφρος: -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ οἷον ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν ἄνωθεν ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.

Greek Monolingual

ἔπαφρος, -ον (Α) αφρός
ο σκεπασμένος με αφρό, ο αφρώδης.