ἔπεσον

French (Bailly abrégé)

ao.2 de πίπτω.

English (Autenrieth)

see πίπτω.

Greek Monotonic

ἔπεσον: αόρ. βʹ του πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπεσον: aor. 2 к πίπτω.