ἔπεσπον

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐφέπω.

Greek Monotonic

ἔπεσπον: αόρ. βʹ του ἐφέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπεσπον: aor. 2 к ἐφέπω.