ἔπρησα

English (LSJ)

aor. 1 of πρήθω.

French (Bailly abrégé)

ao. de πίμπρημι;
ao. de πρήθω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπρησα: aor. 1 к πρήθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπρησα: ἀόρ. α΄ τοῦ πρήθω.

Greek Monotonic

ἔπρησα: αόρ. αʹ του πρήθω.