ἔσαν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. et ion. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἔσαν: эп.-ион. (= ἦσαν) 3 л. pl. impf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσαν: Ἐπικ. καὶ Ἰων. γ΄ Πληθ. παρατ. τοῦ εἰμί.

Greek Monotonic

ἔσαν: Επικ. και Ιων. αντί ἦσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (sum).