ἔσταν

English (LSJ)

v. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. ao.2 de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἔσταν: Επικ. αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἔσταν: эп. (= ἔστησαν) 3 л. pl. aor. 2 к ἵστημι.