ἔσχων

English (LSJ)

impf. of Σχάω, = σχάζω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔσχων: παρατ. τοῦ *σχάω, = σχάζω.

Greek Monotonic

ἔσχων: παρατ. του *σχάω, = σχάζω.