ἔφλαδον

English (LSJ)

v. φλάζω.

French (Bailly abrégé)

v. φλάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἔφλᾰδον: aor. 2 к φλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφλᾰδον: ἴδε φλάζω.

Greek Monotonic

ἔφλᾰδον: αόρ. βʹ του φλάζω.