φλάζω
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
intr. form of φλάω,
A to be rent with a noise, aor. 2 ἔφλᾰδον (cf. EM403.47), λακίδες ἔφλαδον A.Ch.28 (lyr.).—Pres. only in redupl. παφλάζω.
German (Pape)
[Seite 1290] Stammwort von παφλάζω, plappern, unverständlich reden, stammeln, ein wenig gebr. Wort, wohl nur VLL. (von θλάω, φλάω), zerreißen, nur im intrans. aor. ἔφλαδον (vgl. φράζω, πέφραδον), λακίδες ἔφλαδον, die Fetzen rissen, Aesch. Ch. 28.
French (Bailly abrégé)
1seul. ao.2 ἔφλαδον;
se déchirer avec bruit.
Étymologie: DELG soit φλάω, soit φλάζω².
2faire un bruit inarticulé (cf. παφλάζω).
Étymologie: DELG onomatopée.
Russian (Dvoretsky)
φλάζω: (только aor. 2) разрываться с шумом: ὑφασμάτων λακίδες ἔφλᾰδον Aesch. ткани со стоном разорвались в лохмотья.
Greek (Liddell-Scott)
φλάζω: ἀμετάβ. τύπος, τοῦ φλάω, διαρρήγνυμαι, διασχίζομαι, ἀόρ. β΄ ἔφλᾰδον (ὡς τὸ πέφραδον ἐκ τοῦ φράζω, ἔχαδον ἐκ τοῦ χάζω, Ἐτυμολ. Μέγ. 403. 47), λακίδες ἔφλαδον Αἰσχύλ. Χο. 28· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύπῳ παφλάζω.
Greek Monolingual
Α
σχίζομαι, κομματιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ-φλαδ-ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhl-d- της ρίζας bhl-ed- της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ. φλέδων) με αφετηρία τη γενική σημ. του θορύβου, της φασαρίας που μπορεί να προέρχεται είτε από φλυαρία, στην περίπτωση της λ. φλέδων, είτε από κάποιο σχίσιμο ή σπάσιμο, στην περίπτωση του ρ. φλάζω (για τη σημασιολογική αυτή σχέση πρβλ. λατ. fragor «θραύση, σπάσιμο, κρότος, πάταγος»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ἔ-φλαδ-ον συνδέεται με τα ρ. φλαδ-ιῶ και φλῶ, -άω «σπάω». Η άποψη, ωστόσο, αυτή προσκρούει αφ' ενός σε σημασιολογικές δυσχέρειες λόγω της διαφοράς τών σημ. «σπάω» και «σχίζω», αλλά και στο γεγονός ότι η οικογένεια του ρ. φλῶ δεν γνώρισε μεγάλη επίδοση και περιλαμβάνει κυρίως τ. του καθημερινού λεξιλογίου (βλ. και λ. φλῶ)].
Greek Monotonic
φλάζω: αμτβ. τύπος του φλάω, μόνο σε αόρ. βʹ ἔφλαδον, σχίζομαι, διασπώμαι από κάποιο θόρυβο, σε Αισχύλ.