aor. 1 Pass. of ἵημι: but ἔθην, aor. 2 Act. of τίθημι.
v. ἵημι.
ἕθην: и εἵθην aor. 1 pass. к ἵημι.
ἕθην: ἀόρ. α΄ παθ. τοῦ ἵημι· ἀλλ’ ἔθην, (ἄχρηστος) ἐνεργ. ἀόρ. β΄ τοῦ τίθημι.
ἕθην:I. Παθ. αόρ. αʹ του ἵημι· όμως, II.ἔθην, Ενεργ. αόρ. βʹ του τίθημι.