ἕθην

English (LSJ)

aor. 1 Pass. of ἵημι: but ἔθην, aor. 2 Act. of τίθημι.

Spanish (DGE)

v. ἵημι.

French (Bailly abrégé)

v. ἵημι.

Russian (Dvoretsky)

ἕθην: и εἵθην aor. 1 pass. к ἵημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕθην: ἀόρ. α΄ παθ. τοῦ ἵημι· ἀλλ’ ἔθην, (ἄχρηστος) ἐνεργ. ἀόρ. β΄ τοῦ τίθημι.

Greek Monotonic

ἕθην:I. Παθ. αόρ. αʹ του ἵημι· όμως, II.ἔθην, Ενεργ. αόρ. βʹ του τίθημι.