ἕννεκα

German (Pape)

[Seite 847] äol. = ἕνεκα.

Greek (Liddell-Scott)

ἕννεκα: ἐν Αἰολ. ἐπιγραφ. ἀντὶ ἕνεκα, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2168b, 2183A.