ἕνωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, concrete unity, Dam.Pr.53,107 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fil. unión concreta de todo, unificación τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον εἰπεῖν, ἕ. Dam.Pr.53, plu., Dam.Pr.69 (p.98).

Greek Monolingual

το (Α ἕνωμα)
νεοελλ.
ένωση
αρχ.
πραγματική, συγκεκριμένη ενότητα.