ενότητα

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑνότης) [[εις, ενός]]
το να αποτελούν πολλά πρόσωπα ή πράγματα ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. λογική ακολουθία
2. συντονισμός
3. λογοτ. η ιδιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου να παρουσιάζει με ξεχωριστά στοιχεία ένα ενιαίο και αρμονικό όλο
4. τμήμα λογοτεχνικού έργου, βιβλίου, εκδηλώσεων κ.λπ. το οποίο παρά τη στενή σύνδεσή του με τα λοιπά μέρη έχει δικά του γνωρίσματα και ολοκληρωμένη μορφή
μσν.
1. η αφηρημένη έννοια του ενός
2. ένωση, συνένωση
3. η ενιαία φύση.