Ἑλλησποντοφύλακες
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, customs officials established by Athens to control the trade of the Hellespont, IG12.57.36.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
vigilantes del Helesponto magistrados aten. encargados de controlar el comercio en el Helesponto IG 13.61.37, 39 (V a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντοφύλακες: οἱ, ἄρχοντες διωρισμένοι ὅπως ἐποπτεύωσι τὴν διάβασιν τοῦ Ἑλλησπόντου, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. 1. 40.