ἠγαγόμην

French (Bailly abrégé)

v. ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠγαγόμην: ἤγαγον, ἴδε ἐν λ. ἄγω.

English (Autenrieth)

see ἄγω.

Greek Monotonic

ἠγαγόμην: ἤγαγον, Μέσ. και Ενεργ. αόρ. βʹ του ἄγω.