ἠθάνιον (strainer), Hsch.
[Seite 1156] τό, = ἠθάνιον, Hesych.
ἠθήνιον: παρ’ Ἡσυχ. πιθ. γραφ. ἀντὶ ἠθάνιον, Lob. Path. Gr. 108.