ἠλσάμην

English (LSJ)

= ἠλασάμην, (ἐλαύνω) Ibyc.55; διηλσάμην is prob. l. in Semon.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλσάμην: ἀόρ. α΄ Σιμων. Ἰαμβ. 21 (ἔνθα ὁ Bgk. διηλσάμην) καὶ Ἴβυκ. 48· ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὸ εἴλω (πρβλ. τοὺς Ὁμ. τύπους ἔλσαν, ἔλσαι)· ἀλλὰ ἠλάσατο (ἐκ τοῦ ἐλαύνω), ἴδε Ἐτυμ. Μ. 428. 28.