ἠρεμέστερος

English (LSJ)

irreg. Comp. of ἠρεμαῖος

French (Bailly abrégé)

Cp. de *ἠρεμής.

Russian (Dvoretsky)

ἠρεμέστερος: Xen. superl. к *ἠρεμής = ἠρεμαῖος.