ἡδυντήριος
English (LSJ)
α, ον, sweetening, soothing, Sch.E.Hec.535.
German (Pape)
[Seite 1153] Erkl. von κηλητήριος, Schol. Eur. Hec. 535.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυντήριος: -α, -ον, γλυκαίνων, πραΰνων, χοαὶ Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 535.
Greek Monolingual
ἡδυντήριος, -ία, -ον (Α) ηδυντήρ
αυτός που γλυκαίνει, που καταπραΰνει.