ἡλιόμορφος

English (LSJ)

ἡλιόμορφον, sun-shaped, Castorio 1.

German (Pape)

[Seite 1162] von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ ἡλίου, Ποιητὴς παρ᾿ Ἀθην. 542Ε.

Greek Monolingual

και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος, πολύμορφος].