ἡμίψυκτος

English (LSJ)

ἡμίψυκτον, half-dried, Str.15.1.18:—also ἡμιψυγής, ές, κόνυζα Gp.2.27.9; half-cooled, κλίβανα Dsc.3.86, cf. Paul.Aeg.3.54.

German (Pape)

[Seite 1171] dasselbe, Strab. XV, 692.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίψυκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ψυχρός, γῆ Στράβων 692: - ἡμιψῠγής, ές, κλίβανος Διοσκ. 3. 100.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίψυκτος, -ον)
μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύψυκτος, σκιόψυκτος].