ἡμιδανάκη

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ, half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —Dim. ἡμίιον, τό, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιδανάκη: ἡ, ἡμίσεια δανάκη ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. ἡμεδαπός· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α)
περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δανάκη].