ἡμισιάζω

English (LSJ)

halve, Asclep.Tact.12.11: ἡμισειάζω, Hero *Geom.7.4 (Pass.), al.

Greek Monolingual

ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) ήμισυς
διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω.