διχοτομώ

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

(AM διχοτομῶ, -έω)
χωρίζω σε δύο ίσα μέρη
αρχ.-μσν.
τιμωρώ αυστηρότατα
μσν.
κόβω στα δύο, σπαράσσω
αρχ.
διαιρώ σε δύο κατηγορίες.