ἡμιτρής
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, half-bored, Choerob.in Theod.1.185.
German (Pape)
[Seite 1170] ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379.
Greek Monolingual
ἡμιτρής -ῆτος, ὁ (Μ)
ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τρης (< θ. τρη- του τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ-τρη-μαι), πρβλ. αμφιτρής].