ἡμιφυής

English (LSJ)

ἡμιφυές, (φυή) half-grown, Men.1014.

German (Pape)

[Seite 1171] ές, halbwüchsig, Menand., bei Poll. 6, 161 getadelt.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐφυής: выросший наполовину, недоразвитый Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιφυής: -ές, (φυὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ αὐξηθείς, «μισοφυτρωμένος» Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 395.

Greek Monolingual

ἡμιφυής, -ές (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φυης (< φύος), πρβλ. δı-φυής, ευ-φυής].