ἡροϊκός

English (LSJ)

ἡροϊκή, ἡροϊκόν, in late Poets for ἡρωϊκός, Man.1.13, IG12(7).125 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἡροϊκός: -ή, -όν, παρὰ μεταγενεστέροις ποιηταῖς ἀντὶ ἡρωικός, Μανέθων 1. 13, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 279.

Greek Monolingual

ἡροϊκός, -ή, -όν (Α)
ηρωικός.