ηρωικός
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἡρωϊκός, -ή, -όν) ήρως
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους»)
2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας
αρχ.
φρ.
1. «ἡρωϊκός στίχος» — ο εξάμετρος
2. «ἡρωϊκόν μέτρον» — το δακτυλικό εξάμετρο
3. «ἡρωϊκή τάξις» — επικό ποίημα.
επίρρ...
ηρωικώς και -ά (Α ἡρωϊκῶς)
με ηρωικό τρόπο, σαν ήρωας (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», Διόδ.).