ἤγειρα

French (Bailly abrégé)

ao. de ἀγείρω et de ἐγείρω.

English (Autenrieth)

see (1) ἀγείρω.—(2) ἐγείρω.

Greek Monotonic

ἤγειρα: αόρ. αʹ του ἀγείρω.