ἤιον

Greek (Liddell-Scott)

ἤιον: Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo)· ὡσαύτως α΄ ἑνικ., Λουκ. Συρ. Θ. 24.

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἤιον: Επικ. αντί ᾔεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).