ἤμελλον

English (LSJ)

v. μέλλω.

French (Bailly abrégé)

v. μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἤμελλον: и ἔμελλον атт. impf. к μέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἤμελλον: ἴδε ἐν λ. μέλλω.

Greek Monotonic

ἤμελλον: παρατ. του μέλλω.