ἤνυτο

French (Bailly abrégé)

v. ἄνυμι.

English (Autenrieth)

see ἀνύω.

Greek Monotonic

ἤνῠτο: Επικ. αντί ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἀνύω· ἠνυτόμην, Μέσ. παρατ.