ἤσκειν

French (Bailly abrégé)

p. ἤσκεεν;
3ᵉ sg. impf. épq. de ἀσκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἤσκειν: эп. (из *ἤσκεεν) 3 л. sing. impf. к ἀσκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἤσκειν: ἀντὶ ἤσκεεν, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἀσκέω, Ἰλ. Γ. 388.

English (Autenrieth)

see ἀσκέω.

Greek Monotonic

ἤσκειν: αντί ἤσκεεν, γʹ ενικ. παρατ. του ἀσκέω.