ἀσκέω
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
English (LSJ)
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439; ἅρμα.. χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592; γόμφοις ἀ. Emp.87: added in aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας elaborately, Il.14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179.
2 of personal adornment, dress out, trick out, ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1; ἐς κάλλος ἀσκεῖ decks herself, E.El.1073; δέμας Id.Tr.1023:—freq. in Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with... Emp.61.4; πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers.182; οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El.452; of buildings, παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169; Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57: abs., οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc.161.
3 in Pi., honour a divinity, do him reverence, δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109; ἀσκεῖται Θέμις O.8.22.
II practise, exercise, train, especially in Prose and Com., properly of athletic exercise,
1 c. acc. of person or thing, ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47; ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20, cf. Mem.1.2.19; ἐχθρὸν ἐφ' ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν D.3.28:—Pass., σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηνται D.9.52; ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4; τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27; λόγοις D.C.45.2; ἐν παιδείᾳ Id.60.2; πρός τι D.S.2.54.
2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33; λόγους Democr.53a,110; μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg. 509e; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg.795b, Thg.128e; ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol.1271b5: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; δίκαια S.OC913; ἀρετήν E.Fr.853, Pl. R.407a; κακότητα A.Pr.1066 (lyr.), cf. S.Tr.384; ἀσέβειαν E.Ba.476; τὰ δίκαια Crates Theb.12; λαλιάν Ar.Nu.931 (anap.): c. dupl. acc., ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10.
3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El.1024; λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr.963; εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr.1067; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating... Id.Ages.11.4.
4 abs., practise, go into training, Pl.R. 389c, X.Cyr.2.1.29; οἱ ἀσκέοντες = those who practise gymnastics, Hp.Acut. 9; περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9.
Spanish (DGE)
I c. ac. de n. concr.
1 fabricar, forjar con arte c. ac. de resultado κρητῆρα Il.23.743, ἅρμα Il.10.438, στεφανέην Hes.Th.580, cf. Colluth.28, Nonn.D.43.432, φάρεα Opp.H.2.22, νῆας Colluth.200
•en part. aor. c. verb. que indican fabricación con habilidad, artísticamente (θρόνον) τεύξει' ἀσκήσας construiría con gran habilidad un trono, Il.14.240, cf. 179, Od.3.438
•fig. preparar, disponer con arte χορόν Il.18.592, πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα Od.1.439
•c. idea de falsedad componer con artificio, amañar πολιὸν δέμας Afrodita a Helena, Triph.454, ἐπέων κόσμον λελυγισμένον AP 11.20 (Antip.Thess.).
2 elaborar, trabajar c. n. de la materia prima εἴρια Il.3.388, (κέρατα) Il.4.110, φύλλα δὲ κραμβῶν Batr.163.
3 adornar, ataviar σὸν δέμας E.Tr.1023, οἴκημα Hdt.2.130, c. ac. y dat. instrum. ἐμὲ ... κόσμῳ ἀσκήσας Hdt.3.1, ἤσκησε ... τὸν τόπον κρήνῃ Lib.Or.11.74, en v. pas. ἡ μὲν πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers.182, ζῶμα ... χλιδαῖς S.El.452, στεφανώμασιν ... ἠσκημένος D.C.79.16.3, ἡ ἀγορὴ καὶ τὸ Πρυτάνηιον Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Hdt.3.57, cf. 2.169, D.S.5.33
•equipar, proveer c. dat. instrum. γόμφοις Emp.B 87, γυίοις Emp.B 61.4, ἅρμασιν E.IA 83, en v. med. σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο E.Hel.1379, en v. pas. πλοῖα ... πηδαλίοις ἤσκητο D.C.74.11.3, (σῶμα) λόγῳ ἠσκημένον (un cadáver) amañado con mentiras S.El.1217.
II c. ac. de la esfera de lo sagrado
1 reverenciar, honrar δαίμονα Pi.P.3.109, en v. pas. Θέμις Pi.O.8.22, N.11.8.
2 santificar, dar culto τὴν ἑβδομάδα LXX 2Ma.15.4.
III c. ac. de pers. o n. abstr.
1 c. ac. de pers. educar, instruir gener. ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47, Μουσαῖον E.Rh.947, ὑόν Is.7.14, cf. 12.3
•en actividades específicas entrenar, ejercitar en sent. físico y cont. deportivo o milit. τὸ ... τῶν ἱππέων πλῆθος διαφερόντως ἀσκήσας Plb.5.65.6, τὰ σώματα Plot.3.2.8, en v. pas. τῶν στρατιωτῶν εὖ ... τὰ σώματα ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41, c. ac. rel. ἀσκηθεῖσαν τὰ πολεμικά Duris 52, de oradores τοὺς δὲ πονηροτάτους ... ἀσκεῖτε a los peores dais oportunidades de ejercitarse Isoc.8.13.
2 c. n. abstr. practicar κακότητα A.Pr.1066, δίκαια S.OC 913, cf. Hdt.1.96, λαλιάν Ar.Nu.931, ἀσέβειαν E.Ba.476, ἀρετήν Isoc.10.35, cf. E.Fr.853, D.25.97, GVI 1105.1 (Sunio IV a.C.), IG 7.2537.1 (Tebas III a.C.), Polyc.Sm.Ep.9.1, Nil.M.79.189A, δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν Hp.Epid.1.11, δισσὰ ... γνώμην <καὶ ῥώμην> Gorg.B 6, γυνὴ μὴ ἀσκείτω λόγον Democr.B 110, en v. med. εἰς ζωὴν ἀσκημένη γνῶσις conocimiento aplicado a la vida, Ep.Diog.12.5
•ἀσκεῖν βίον y pred. llevar un tipo de vida βίον παράσημον Ep.Diog.5.2, τὸν μοναδικὸν βίον SB 5100.4, cf. Ath.Al.H.Ar.Ep.1
•en lit. crist. ejercitarse en, perfeccionar mediante una disciplina severa τὸν τρόπον Amph.Seleuc.8, 132, τὰς ψυχάς Apophth.Patr.M.65.424C
•c. ref. a actividades físicas entrenarse en, ejercitarse en παγκράτιον Pl.Lg.795b, τὴν πυγμήν D.61.24, τὰ βαρύτερα Philostr.VS 554
•a otras actividades dedicarse a τὴν τέχνην ... ἄριστα τῶν κατ' ἑωυτόν Hdt.3.125, ταῦτα ... χρὴ ποιητὰς ἀσκεῖν Ar.Ra.1030, τὸ μηδὲν ... ὑγιές Ar.Pl.50, τραγῳδίαν Plu.2.840a, μουσικήν Aristid.Quint.59.2, τοὺς πολιτικοὺς λόγους D.H.Comp.1.3, ἐμπορίαν 2Ep.Clem.20.4, c. inf. λέγειν S.Fr.963, cf. Luc.Par.43, ἄσκει τοιαύτη νοῦν ... μένειν S.El.1024, σέβειν E.Hipp.1080, en v. med. mismo sent. λέγειν ἤσκητο Luc.Demon.4, c. giros prep. o dat. instrum. οἱ περὶ τὰς βαναύσους τέχνας ἀσκοῦντες Plb.9.20.9, en v. med. παῖδας ἐν γράμμασι ... ἀσκεῖσθαι Aristox.Fr.35, οἱ κατὰ μουσικὴν ἀσκούμενοι Aristid.Quint.3.3, λεπταῖς τε μερίμναις φιλοσόφων ἀσκούμενος Amph.Seleuc.37.
IV abs.
1 dedicarse al atletismo οἱ ἀσκέοντες los atletas Hp.Acut.9.
2 crist. practicar el ascetismo, llevar vida de disciplina en sent. de mortificación Apophth.Patr.M.65.264A, Marc.Er.Opusc.M.65.1109D, en v. med. ἀσκούμενος καὶ ταλαιπωρῶν Chrys.Virg.45.1.
3 renunciar como ejercicio ascético, en v. med. ἠσκεῖτο καὶ ἀπὸ οἴνου Epiph.Const.Haer.67.3.
• Diccionario Micénico: a-ke-te, a-ke-ti-ra2.
• Etimología: Etim. desc. Quizá denom. de ἀσκός q.u.
German (Pape)
[Seite 371] 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; θρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Übh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = θεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; θέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεθλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληθηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Übungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.
French (Bailly abrégé)
ἀσκῶ :
impf. ἤσκουν, f. ἀσκήσω, ao. ἤσκησα, pf. ἄσκηκα;
Pass. f. ἀσκηθήσομαι, ao. ἠσκήθην, pf. ἤσκημαι;
I. travailler des matériaux bruts, façonner : εἴρια IL travailler de la laine ; p. suite :
1 travailler avec art : ἀργύρεον κρητῆρα IL fabriquer une coupe d'argent ; ἅρμα χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ IL rehausser un char d'or et d'argent;
2 disposer avec art, avec goût : χορόν IL un chœur de danse ; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα OD ayant plié et lissé la tunique;
3 en gén. parer, orner : τινα κόσμῳ HDT parer qqn ; ἠσκημένη πέπλοις ESCHL parée d'un péplum ; οἴκημα ἠσκημένον HDT maison magnifiquement ornée;
4 équiper : ναυσὶν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι EUR munis de vaisseaux, de boucliers;
II. assouplir par l'exercice, exercer : τὸ σῶμα πρός τι XÉN, εἴς τι XÉN façonner le corps à qqe habitude ; pratiquer, mettre en pratique, s'exercer à, s'appliquer à : τέχνην HDT, πεντάεθλον HDT s'exercer à un art, à l'épreuve du pentathle ; fig. δικαιοσύνην HDT, τὰ δίκαια SOPH pratiquer la justice ; avec l'inf. s'exercer à faire qch ; abs. s'habituer aux exercices gymnastiques ; avec double rég. : ἀ. τινά τι XÉN exercer qqn à qch;
Moy. ἀσκέομαι, ἀσκοῦμαι (f. ἀσκήσομαι, ao. ἠσκησάμην) s'exercer à, acc..
Étymologie: DELG ?
Russian (Dvoretsky)
ἀσκέω:
1 обрабатывать (εἴρια Hom.; δρυὸς πρέμνον Plut.);
2 искусно выделывать, изготовлять (ἀργύρεον κρητῆρα Hom.): ἑανὸν ἔξυσ᾽ ἀσκήσασα Hom. она искусно соткала одежду;
3 отделывать (χρυσῷ τι Hom.);
4 вырезывать, чеканить, изображать (χορόν Hom.);
5 расправлять, разглаживать (χιτῶνα Hom.);
6 украшать, убирать (τινα κόσμῳ Her.; πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Aesch.; βοῦς στέμμασι ἠσκημένοι Plut.): λόγῳ ἠσκημένος Soph. приукрашенный словом, т. е. мнимый;
7 снабжать, оснащать (ναυσὶν ἀσπίσιν θ᾽ ἅρμασίν τ᾽ ἠσκημένοι Eur.): σῶμ᾽ ὅπλοις ἠσκήσατο Eur. он надел на себя оружие;
8 чтить, почитать (δαίμονα Pind.);
9 упражнять, приучать, тренировать (τὸ σῶμα πρός и εἴς τι Xen., Diod., Plut. или τινά τι Xen., Arph., Plut.): λόγον ἀ. περὶ δίκας Plut. упражняться в судебном красноречии;
10 упражняться, заниматься: ἀ. παγκράτιον Plat. упражняться во всеборье; τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἀ. Plat. изучать военное дело: ἰητρὸς τὴν τέχνην ἀσκέων ἄριστα Her. самый искусный врач; ἀσέβειαν ἀσκῶν Eur. нечестивец; λαλιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph. заниматься одной болтовней; σιωπὴν ἀ. Xen. хранить молчание; τὴν ἀλήθειαν ἀ. ἀντία τινός Her. говорить кому-л. правду; σοφίαν καὶ ἀρετὴν ἀ. Plat. вести мудрую и добродетельную жизнь; σωφροσύνην μετ᾽ ἀνδρείας ἀσκοῦντες Plut. сочетающие в себе благоразумие с мужеством;
11 стараться, стремиться, пытаться (ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν Xen.; λέγειν ἀσκοῦσι πρὶν ἀκούειν ἐθισθῆναι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκέω: μέλλ. -ήσω, κατεργάζομαι ἀκατέργαστον ὑλικόν, εἴρια, κέρατα Ἰλ. Γ. 388· κατασκεάζω τι περιέργως μετὰ τέχνης, ἐπεξεργάζομαί τι τεχνηέντως, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν Ἰλ. Ψ. 743· ἑρμῖν’ ἀσκήσας, κλινόποδα κατασκευάσας, Ὀδ. Ψ. 198· πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, διπλώσασα καὶ διευθετήσασα, Α. 439· ἅρμα… χρυσῷ… εὖ ἤσκηται, εἶναι καλῶς ἐπεξειργασμένον, κεκοσμημένον διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Κ. 438· χορὸν ἤσκησεν (ἴδε τὴν λέξ. χορὸς) σ. 592: - συχνὰ προστίθεται εἰς ῥήματα κατὰ μετοχ. ἀορίστου: (θρόνον) τεύξει ἀσκήσας, θὰ κατασκευάσῃ θρόνον μετὰ τέχνης. Ξ. 240· [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περιχεῦεν ἀσκήσας Ὀδ. Γ. 437· [ἑανὸν] ἔξυσ’ ἀσκήσασα Ἰλ. Ξ. 178, πρβλ. Δ. 110. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ἐνδύω ἐπιμελῶς, στολίζω, κοσμῶ, παρασκευάζω, ἀσκεῖν τινα κόσμῳ Ἡρόδ. 3. 1· ἀσκεῖν εἰς κάλλος Εὐρ. Ἠλ. 1073· δέμας Εὐρ. Τρῳ. 1023: - συχν. ἐν τῷ παθ., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 182 (ἴδε Γλωσσ. Blomf.)· οὐ χλιδαῖς ἠσκημένος Σοφ. Ἠλ. 452· οὕτως ἐπὶ οἰκοδομῶν, παστὰς ἠσκημένη στύλοις Ἡρόδ. 2. 169· Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα ὁ αὐτ. 3. 57· ἀπολ., οἴκημα ἠσκημένον ὁ αὐτ. 2. 130· ἀλλ’ οὐκ Ὀρέστου (ἐνν. σῶμα βαστάζεις), πλὴν λόγῳ ἠσκημένον, λόγῳ πεπλασμένον, Σοφ. Ἠλ. 1217· Μέσ., προὔργου δ’ ἐς ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοις ἠσκήσατο, ἐγκαίρως δ’ ἐκόσμισε δι’ ὅπλων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα, ἢ ἐγύμνασεν αὐτὸ ἐγκαίρως εἰς τὰ ὅπλα, Εὐρ. Ἑλ. 1379, πρβλ. Ἄλκ. 161. 3) παρὰ Πινδ., τιμῶ θεότητά τινα, σέβομαι, λατρεύω αὐτήν, Λατ. colere, δαίμονα ἀσκ. θεραπεύων Π. 3, 193· ἀσκεῖται θέμις ὁ αὐτ. Ο. 8. 29. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ., ἔν τε τῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξασκῶ, γυμνάζω, παιδεύω, Λατ. exerecere, κυρίως ἐπὶ ἀθλητικῶν, ἀσκήσεων καὶ τῶν τοιούτων: Συντάσσεται δέ, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου προσώπου ἢ πράγματος, ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ἀριστοφ. Πλ. 47· ἀσκεῖν τὸ σῶμα εἰς ἢ πρός τι, εἴς τι ἢ πρός τινα σκοπόν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, Ἀπομν. 1. 2, 19· ἐχθρὸν ἐφ’ ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν Δημ. 36. 13: - Παθ., σώματα εὖ ἠσκημένα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 41· ἀσκεῖσθαί τι αὐτόθι 2. 1, 24· ἀσκεῖσθαι λέγειν Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 4· τὴν κυνικὴν ἄσκησιν ὁ αὐτ. Τόξ. 27· τινι, ἔν τινι Δίων Κ. 45. 2., 60, 2· πρός τι Διόδ. 2. 54: - παρ’ Ἐκκλ., ἀσκῶ εἰς σκληραγωγίαν τὸ σῶμα, ἀπονεκρῶ τὰ πάθη. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου πράγματος, ἀσκ. τέχνην πεντάεθλον Ἡρόδ. 3. 125., 9. 33· μανθάνειν καὶ ἀσκ. τι Πλάτ. Γοργ. 509Ε· ἀ. παγκράτιον, στάδιον, κτλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 795Β, Θεάγ. 128Ε· ἠσκημέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 34: - συχν. μεταφ., ἀσκ. τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην Ἡρόδ. 7. 209., 1. 96· δίκαια Σοφ. Ο. Κ. 913· ἀρετὴν Εὐρ. Ἀποσπ. 219. Πλάτ.· κακότητα Αἰσχύλ. Πρ. 1066, πρβλ. Σοφ. Τρ. 384· ἀσέβειαν Εὐρ. Βάκχ. 476· λαλιὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 931, πρβλ. Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 1102· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀσκ. αὐτὸν τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 6, 10. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἄσκει τοιαύτη… μένειν, προσπάθει νὰ μένῃς τοιαύτη…, Σοφ. Ἠλ. 1024· οὕτω, λέγειν ἠσκηκότες ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 865· ἀσκ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 45., 5. 5. 12· ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς, χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς, συνείθιζε δὲ νὰ συναναστρέφηται μὲν μετὰ πανταδοπῶν ἀνθρώπων, νὰ ἔχῃ δὲ φίλους τοὺς ἀγαθούς, ὁ αὐτ. Ἀγησίλ. 11. 4. 4) ἀπολ. ἀσκοῦμαι, ἐκπαιδεύομαι, προσπαθῶ, κοπιάζω, Πλάτ. Πολ. 389C· οἱ ἀσκέοντες, οἱ ἀσκούμενοι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 384, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· περί τι Πολύβ. 9. 20, 9. - Πρβλ. ἀσκητός, ἀσκητέον.
English (Autenrieth)
ipf. 3 sing. ἤσκειν (for ἤσκεεν), aor. ἤσκησα, perf. pass. ἤσκημαι: work out with skill, aor., wrought, Il. 18.592; χιτῶνα πτύσσειν καὶ ἀσκεῖν, ‘smooth out,’ Od. 1.439; the part., ἀσκήσᾶς, is often used for amplification, ‘elaborately,’ Od. 3.438, Il. 14.240.
English (Slater)
ἀσκέω honour Αἴγιναν ἔνθα Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (O. 8.22) τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω (P. 3.109) καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.8)
English (Strong)
probably from the same as σκεῦος; to elaborate, i.e. (figuratively) train (by implication, strive): exercise.
English (Thayer)
ἀσκῶ;
1. to form by art, to adorn; in Homer.
2. to exercise (oneself), take pains, labor, strive; followed by an infinitive (as in Xenophon, mem. 2,1, 6; Cyril 5,5, 12, etc.): Acts 24:16.
Greek Monotonic
ἀσκέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἤσκησα, παρακ. ἤσκηκα·
I. 1. κατασκευάζω τεχνηέντως, επεξεργάζομαι με τέχνη, μορφοποιώ, σε Όμηρ.· ἀσκήσας, επιδέξια, στον ίδ.
2. λέγεται για τον στολισμό, ντύνω επιμελώς, στολίζω, διακοσμώ, κοσμώ, εξωραΐζω, σε Ηρόδ. — Παθ., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη, σε Αισχύλ. — Μέσ., σῶμ' ἠσκήσατο, γύμνασε το σώμα του (το στόλιζε γυμνάζοντάς το), σε Ευρ.
II. στον πεζό λόγο, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω, Λατ. exercere, κυρίως για αθλητική άσκηση:
1. λέγεται για πρόσωπο που γυμνάζεται, σε Αριστοφ.· ἀσκεῖν τὸ σῶμα εἴς ή πρός τι, σ' ένα αντικείμενο ή για κάποιο σκοπό, σε Ξεν. κ.λπ.
2. με αιτ. του ασκούμενου πράγματος, ἀσκῶ τέχνην, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἀσκῶ τὴν ἀλήθειαν, στον ίδ.· κακότητα, σε Αισχύλ.· ἀσέβειαν, σε Ευρ.
3. με απαρ., ἄσκει τοιαύτη μένειν, προσπάθησε να παραμείνει, έτσι, σε Σοφ.· ἀσκέω ἀγαθὰ ποιεῖν, εξασκούμαι στις αγαθές πράξεις, σε Ξεν.
4. απόλ., ασκούμαι, εκπαιδεύομαι, προσπαθώ, κοπιάζω, οἱ ἀσκοῦντες, αυτοί που ασκούνται στις αθλητικές ασκήσεις, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: work raw materials, form by art (Il.), exercise, train (Hdt.).
Other forms: Aor. ἀσκῆσαι
Dialectal forms: Myc. aketirija /asketriai/ also aketirja worksters of textile, wool?
Derivatives: ἄσκησις f. (gymnastic) exercise (Hp.) ascetism (Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The oldest meaning may be work on material, make it better, useful, more beautiful. As DELG remarks it might be a denom. of ἀσκός, i.e. prepare a skin (from there train your body?). Cf. Baunack Stud. 1, 258ff.
Middle Liddell
I. to work curiously, form by art, fashion, Hom.; ἀσκήσας with skilful art, Hom.
2. of adornment, to dress out, trick out, decorate, adorn, deck, Hdt.: Pass., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Aesch.:—Mid., σῶμ' ἠσκήσατο adorned his own person, Eur.
II. in Prose, to practise, exercise, train, Lat. exercere, properly of athletic exercise:
1. of the person trained, Ar.; ἀσκεῖν τὸ σῶμα εἴς or πρός τι for an object or purpose, Xen., etc.
2. of the thing practised, ἀσκ. τέχνην Hdt.; metaph., ἀσκ. τὴν ἀλήθειαν Hdt.; κακότητα Aesch.; ἀσέβειαν Eur.
3. c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν endeavour to remain such, Soph.; ἀσκ. ἀγαθὰ ποιεῖν to make a practice of doing good, Xen.
4. absol. to practise, go into training, οἱ ἀσκοῦντες those who practise gymnastics, Xen.
Frisk Etymology German
ἀσκέω: {askéō}
Forms: Aor. ἀσκῆσαι
Grammar: v.
Meaning: verarbeiten, schmücken (vorw. ep. ion. poet.), üben, ausüben (vorw. ion. att. Prosa und Kom.). Vgl. H. Dreßler The usage of ἀσκέω and its cognates in Greek documents to 100 A. D. (The Cath. Univ. of Am. Patristic Studies 78) Washington 1947.
Derivative: Mehrere Ableitungen, Nomina actionis: ἄσκησις f. ‘(gymnastische) ?bung’ (ion. att.) Lebensführung, Askese (helh.usw.; s. Pfister Festgabe für Ad. Deißmann [1927] 76ff.; vgl. auch Holt Les noms d'action en -σις 123); ἄσκημα n. Übung (Hp., X. usw.); ἀσκεία (H.); postverbale Bildung ἄσκη f. = ἄσκησις (Pl. Kom.). — Nomina agentis: ἀσκητής m. der künstlich und beruflich Eingeschulte, bes. der Athlet (att.), Eremit (Ph.); unsicher ἀσκητήρ (Poet. ap. Gal. Protr. 13) mit Fem. ἀσκήτρια Nonne (Cat. Cod. Astr.). — Adj. (von ἀσκητής oder von ἄσκησις oder sogar direkt von ἀσκέω) ἀσκητικός arbeitsam (Pl. Lg. 806a), zum Athleten gehörig (Ar.), asketisch.
Etymology: Keine Etymologie. Ältere Erklärungsversuche bei Bq.
Page 1,163-164
Chinese
原文音譯:¢skšw 阿士咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:努力
字義溯源:精心作成*,竭力,勉勵;或源自(σκεῦος)=器具*)。這字原意:在粗糙的原料上初步的施工,以後漸漸用作:練習,實行,訓練;最後才演變為:竭力,執行⋯等意。保羅使用這字象徵上的意思:勉勵
同源字:1) (ἀσκέω)精心作成 2) (ἀσκός)皮袋
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 勉勵(1) 徒24:16
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κατεργάζομαι, ἑτοιμάζω, γυμνάζω, ἀσχολοῦμαι). Ἡ ρίζα ἀμφίβολη. Θέμα ασκ + προσφύματα ε καί j → ἀσκ-έ-j-ω → ἀσκῶ.
Παράγωγα: ἄσκησις, ἄσκημα, ἀσκητέος, ἀσκητήριον, ἀσκητής, ἀσκητικός, ἀσκητός, ἀσκήτρια, ἀνάσκητος (=ἀγύμναστος), σωμασκῶ, σωμασκία, φωνασκῶ, φωνασκία.