ἤχθετο

English (LSJ)

impf. of ἄχθομαι.
2 impf. Pass. of ἔχθω.

Russian (Dvoretsky)

ἤχθετο:
I 3 л. sing. impf. к ἄχθομαι.
II 3 л. sing. impf. pass. к ἔχθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἤχθετο: παρατ. τοῦ ἄχθομαι. 2) παθ. παρατ. τοῦ ἔχθω.

English (Autenrieth)

see (1) ἄχθομαι.—(2) ἔχθομαι.

Greek Monotonic

ἤχθετο: γʹ ενικ. παρατ. του ἄχθομαι και του ἔχθω.