impf. of ἄχθομαι.2 impf. Pass. of ἔχθω.
ἤχθετο:I 3 л. sing. impf. к ἄχθομαι.II 3 л. sing. impf. pass. к ἔχθω.
ἤχθετο: παρατ. τοῦ ἄχθομαι. 2) παθ. παρατ. τοῦ ἔχθω.
see (1) ἄχθομαι.—(2) ἔχθομαι.
ἤχθετο: γʹ ενικ. παρατ. του ἄχθομαι και του ἔχθω.