ἔχθω
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
(A), hate, οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί = unjustly men hate death A.Fr.353; ἔχθεις S.Ph.510 (lyr.), E.Med.117 (anap.); ἔχθει S.Aj.459: c. dupl.acc., ταῦτά τοί σ' ἔχθει πόσις E.Andr.212:—Hom. only in Pass., καὶ ἐχθομενός περ Ἀθήνῃ Od.4.502; οὐ γὰρ ὀΐω πάγχυ θεοῖς.. [αὐτὸν] ἔχθεσθαι ib. 756; ἦ τοι ἐμοὶ ῥήγεα σιγαλόεντα ἤχθεθ' 19.338; ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι 14.366; κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί A.Ag.417 (lyr.); σωφρονοῦντι δ' ἤχθετο E.Hipp.1402.—Only pres. and impf., exc. pf. part. Pass. ἠχθημένος Lyc.827: the forms ἔχθει (imper.) Thgn.1032, ἤχθεε Hermesian. 7.39 are corrupt.
(B) = ἔξω, except, c.gen., Schwyzer 323 C 43 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1126] hassen, fast nur praes.; θάνατον ἔχθουσι βροτοί Aesch. trg. 296; εἰ δὲ πικροὺς ἔχθεις Ἀτρείδας Soph. Phil. 508, wie Ai. 454; Eur. Med. 118 Androm. 212 u. sp. D., wie Callim. Del. 8. – Pass. verhaßt sein, τινί, οὐ γὰρ ὀΐω πάγχυ θεοῖς γονὴν ἔχθεσθαι Od. 4, 756; ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι 14, 366, wie 19, 338; εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί Aesch. Ag. 406; sp. D., Callim. Del. 183 Nic. Ther. 428; – Lycophr. 827 hat auch ein perf. ἠχθημένας ἀκτάς. Vgl. ἀπεχθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., Pass. prés., impf. ἠχθόμην;
haïr, détester, acc. ; Pass. être odieux à, τινι.
Étymologie: ἔχθος.
Russian (Dvoretsky)
ἔχθω: (только praes. и impf.) ненавидеть (θάνατον Aesch.; τινά Soph., Eur.); pass. быть ненавистным (πᾶσι θεοῖσι Hom.; ἀνδρί Aesch.; σωφρονοῦντι, sc. Ἱππολύτῳ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔχθω: (ἴδε ἔχθος ἐν τέλει), μισῶ, οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσι βροτοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 301· ἔχθεις Σοφ. Φιλ. 510, Εὐρ. Μήδ. 118· ἔχθει Σοφ. Αἴ. 459, Εὐρ. Ἀνδρ. 212: ― ὡσαύτως (ἐκ τοῦ ἐχθέω), προστ. ἔχθει Θέογν. 1032: παρατ. ἤχθεε Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 598Α· ― ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ῥῆμα μόνον ἐν τῷ Παθ., καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ Ὁδ. Δ. 502· οὐ γὰρ ὀΐω πάγχυ θεοῖς... αὐτὸν ἔχθεσθαι αὐτόθι 756· ἦ τοι ἐμοὶ... ῥήγεα σιγαλόεντα ἤχθεθ’ Τ. 338· ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι Ξ. 366· ἔχθεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 417· ἤχθετο Εὐρ. Ἱππ. 1402. ― Ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι μετοχή τις Παθ. πρκμ. ἠχθημένος, ἀπαντᾷ παρὰ Λυκόφρ. 827· τὸ σύνθετον ἀπεχθάνομαι εἶναι εὐχρηστότερον.
Greek Monolingual
(I)
ἔχθω (Α)
1. μισώ, απεχθάνομαι, αισθάνομαι μίσος («οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί», Αισχύλ.)
2. παθ. ἔχθομαι
είμαι μισητός («καὶ ἐχθόμενός περ' Ἀθήνῃ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχθω είναι υστερογενές και σπάνιο
σχηματίστηκε από το μέσο έχθομαι (< έχθος)].
(II)
ἔχθω (Α)
επίρρ. επιγρ.
1. έξω
2. (με γεν.) εκτός αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σε -ω (πρβλ. άνω, κάτω, έξω) τ. του επιρρ. εχθός].
Greek Monotonic
ἔχθω: (ἔχθος), μισώ, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., μισούμαι, είμαι απεχθής, είμαι αντιπαθητικός, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Middle Liddell
ἔχθος
to hate, Soph., Eur.:—Pass. to be hated, detested, Hom., Aesch.